- μακκούρα
- μακκούρα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. μακέλη / μάκελλα* και μάκκορ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάκκορ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑον γεωργικὸν ὡς δίκελλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τις λ. μακέλη / μάκελλα* και μακκούρα*] … Dictionary of Greek
μαγκούρα — η 1. χοντρό ραβδί με γυριστή λαβή, βακτηρία 2. φρ. «έγινε σαν μαγκούρα» κυρτώθηκε, στράβωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μακκούρα*. Η αρχική σημ. τής λ. ήταν «ξύλο τριγωνικό που τό τοποθετούσαν στον λαιμό τών ζώων για να μην μπαίνουν σε ξένα κτήματα»] … Dictionary of Greek